- ειρκτή
- η (Α εἱρκτή και εἰρκτή και ἑρκτή)φυλακή, δεσμωτήριονεοελλ.πρόσκαιρη κάθειρξηαρχ.γυναικωνίτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εἰρκτῇ — εἱρκτή an inclosure fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰρκτή — εἱρκτή an inclosure fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἱρκτῇ — εἱρκτή an inclosure fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἱρκτή — an inclosure fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ειρκτή — η 1. η φυλακή, το δεσμωτήριο. 2. εγκληματική ποινή φυλάκισης 5 10 ετών του παλιού ποινικού νόμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εἰρκτῆι — εἰρκτῇ , εἱρκτή an inclosure fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἱρκτῆι — εἱρκτῇ , εἱρκτή an inclosure fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰρκταῖς — εἱρκτή an inclosure fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰρκτῆς — εἱρκτή an inclosure fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰρκτήν — εἱρκτή an inclosure fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)